- διαπάλη
- ηπάλη, έντονος ανταγωνισμός με σκοπό την επικράτηση, τη νίκη: Μέσα μου γίνεται διαπάλη αγάπης και μίσους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαπάλη — η σκληρός και τραχύς αγώνας, έντονος ανταγωνισμός … Dictionary of Greek
διαπάλαις — διαπάλη hard struggle fem dat pl διαπά̱λαις , διαπάλλω brandish aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) διαπά̱λαις , διαπάλλω brandish aor opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμάχη — η (AM διαμάχη και διαμάχησις, εως) φιλονικία, διένεξη, διαπάλη αρχ. πόλεμος, αγώνας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek